Skip to main content

Algis GRIŠKEVIČIUS


(1954)

Ο Algis Griškevičius γεννήθηκε στο Βίλνιους το 1954. Μετά από διετή θητεία στον στρατό, αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1973–1975), ο καλλιτέχνης ανακάλυψε τον κόσμο του θεάτρου από τη θέση του βοηθού ενός καλλιτέχνη στο Εθνικό Θέατρο Όπερας και Μπαλέτου της Λιθουανίας (1976–1980). Εμπνεόμενος από την παιδαγωγική αυτή εμπειρία, ο καλλιτέχνης εξάσκησε το φυσικό του ταλέντο στο Κρατικό Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Λιθουανίας (τη σημερινή Ακαδημία Τέχνης του Βίλνιους) κατά το διάστημα 1980 έως 1985. Ταυτόχρονα, εργάστηκε ως σκηνογράφος στο Κρατικό Θέατρο Νεολαίας της Λιθουανίας (1980–1990) και ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης από το 1990 κι έπειτα. Παρότι είναι πασίγνωστος για τους πίνακές του, ο Griškevičius έχει χτίσει επίσης το όνομα και την ταυτότητά του στη σύγχρονη λιθουανική φωτογραφική σκηνή.

Αν και εκ πρώτης όψεως τοποθετούνται στο Βίλνιους, οι πίνακες του Griškevičius μπορούν να περιγραφούν μόνο ως «απόκοσμοι». Αυτό οφείλεται στα διάφορα στοιχεία τα οποία τοποθετούνται συνειδητά, με αυτό το αποτέλεσμα. Από άποψη θεμάτων, η απουσία και το κενό αποτελούν εμφανή στοιχεία των τοπίων που επιλέγει και παρουσιάζει. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι χώροι που ζωγραφίζει μοιάζουν να αναμένουν ή να περιμένουν ένα πλήθος τονίζει αυτό το αίσθημα «μη παρουσίας», το οποίο οδηγεί αμέσως τον θεατή στο ερώτημα: «Γιατί είναι άδεια αυτά τα τοπία;» Η χρονικότητα μοιάζει να βρίσκεται σε αναστολή, παγωμένη, παρά τα απαλά και γήινα χρώματα. Εξαιτίας αυτής της εντύπωσης, ο θεατής αναγκάζεται να κοιτάζει έντονα και για ώρα τον πίνακα, σαν να υπάρχει κάτι που πρέπει να προσέξει, κάτι να αποκαλύψει μέσα στον φωτογραφικό παραλογισμό που του παρουσιάζεται. Η τεχνική χρησιμεύει ως αντιληπτικό τέχνασμα. Τα έργα του Griškevičius, δομημένα με τον κλασικό τρόπο γύρω από τρία επίπεδα βάθους, διαχωρίζονται ως εξής: σε ένα πρώτο επίπεδο μιμητικής ακρίβειας, σε ένα δεύτερο επίπεδο γεωμετρικής σύνθεσης και σε ένα τρίτο επίπεδο, το πιο μακρινό, στο οποίο χρησιμοποιείται μια πιο υπαινικτική τεχνική με την προσθήκη ζωηρών χρωμάτων. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων αποτελεί μαρτυρία της θητείας του Griškevičius στο θέατρο. Οι πίνακές του δεν είναι δομημένοι σαν επίπεδες εικόνες, αλλά μάλλον σαν πραγματικό σκηνικό. Εξού και η αίσθηση σκηνικού που αποπνέουν τα τοπία, σαν μια σκηνή που γνωρίζει ότι τελικά θα παραστούμε εκεί —η μόνη που υπάρχει. Ο πίνακας και ο θεατής κοιτάζονται στα μάτια και… περιμένουν.

Ο υπερρεαλισμός μέσω της σύνθεσης μεταφέρεται αργότερα και στη φωτογραφία, αυτή τη φορά μέσω αντικρουόμενων μέσων και με στόχο διαφορετικά αποτελέσματα. Τα έργα αυτά βρίθουν από λεπτομέρειες που η καθεμία τους προσθέτει ένα ερωτηματικό στον νου του θεατή. Αυτή η διάταξη των στοιχείων, μέσω της παρουσίασης χαρακτήρων σε καθημερινές καταστάσεις που μετατρέπονται σε ελαφρώς παράλογες, προσδίδει επιπλέον συμβολισμούς. Οι αντιθέσεις αυτές παρέχουν σε κάθε σύνθεση ένα υπόρρητο φιλοσοφικό νόημα το οποίο ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει όπως προτιμά. Χάρη στη διάταξη αυτή που ακολουθούν, οι φωτογραφίες του Griškevičius τον τοποθετούν με το ένα πόδι εκτός της λιθουανικής φωτογραφικής παράδοσης (τον εννοιολογικό συμβολισμό), ενώ το άλλο πόδι πατάει γερά εντός των ορίων της (φιλοσοφικά διλήμματα βασισμένα σε απλοϊκές απεικονίσεις).

Το συναρπαστικό σύνολο του έργου του έχει εκτεθεί σε όλο τον κόσμο σε πάνω από 73 ατομικές και 100 ομαδικές εκθέσεις, ενώ έχει αποτελέσει το θέμα έξι βιβλίων που κυκλοφόρησαν από το 2004 έως το 2019.

Εξερευνήστε τη συλλογή

ανά γεωγραφική προέλευση

Καλλιτέχνης