Skip to main content

Angelo César Cardoso DE SOUSA


(1938 - 2011)

Ο Ângelo César Cardoso De Sousa γεννήθηκε στο Lourenço Marques (πλέον Μαπούτο) το 1938. Προσέγγισε την καλλιτεχνική εξέλιξή του όπως περίπου θα έκανε και ένας επιστήμονας σε κάποιο πείραμα: συνέλεξε δείγματα, πραγματοποίησε δοκιμές, συνδύασε υλικά, μελέτησε αντιδράσεις και τελικά κατέληξε στο δικό του συμπέρασμα. Μετακόμισε στο Πόρτο από την πορτογαλική Μοζαμβίκη το 1955 και εγγράφηκε στο Escola Superior de Belas-Artes (1955-1963). Αργότερα, έγινε καθηγητής σε αυτό το ίδρυμα (πλέον Σχολή Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Πόρτο) από το 1962 έως το 2000.
Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1959 (όταν ήταν ακόμα φοιτητής), στην Galeria Divulgação στο Πόρτο. Ήταν εξαίρετος μαθητής και πρωτοπόρος της γενιάς του. Την περίοδο 1967-1968, κέρδισε μια υποτροφία από το ίδρυμα Calouste Gulbenkian και το Βρετανικό Συμβούλιο που του παρείχε την ευκαιρία να περάσει 10 μήνες στο Λονδίνο, όπου παρακολούθησε μαθήματα στο Slade School of Art και στο Saint Martin’s School of Fine Art. Κατά τη διάρκεια αυτών των καθοριστικών μηνών, ο De Sousa πειραματίστηκε με το φιλμ και το βίντεο. Μετά την απόκτηση ενός φορητού φωτόμετρου, άρχισε να παράγει μεγάλη ποσότητα έργων σε φιλμ. Μετά την επιστροφή του στο Πόρτο, εντάχθηκε στην ομάδα Os Quatro Vintes (Οι τέσσερις εικοσάρηδες) μαζί με τους Armando Alves, Jorge Pinheiro και José Rodrigues (1968-1972).
Ο De Sousa ξεκίνησε βασίζοντας την εξερεύνησή του στην πραγματικότητα και την παραστατικότητα, προτού ξεγυμνώσει το έργο του και το αφήσει με τα πιο θεμελιώδη στοιχεία του, μέσα από χιλιάδες σχέδια. Ο καλλιτέχνης αναφέρει χαρακτηριστικά πως σκοπός αυτής της διαδικασίας ήταν να ευνοηθούν «απλές και κοινές προγονικές μορφές, όπως το δέντρο, το λουλούδι, το πρόσωπο, η μύτη […] μέσω της γρήγορης και στοιχειώδους καταγραφής των σχηματικών μορφών». Εφόσον η προσέγγιση του De Sousa να χρησιμοποιεί ελάχιστα μέσα για την επίτευξη μέγιστων αποτελεσμάτων αποδείχτηκε επιτυχής, αύξησε την κλίμακα των έργων του για να δημιουργήσει μνημειακά έργα γλυπτικής, αλλάζοντας έτσι αναλογίες και μέσα. Τη δεκαετία του 1960, ξεκίνησε η δημιουργία αντικειμένων από επεξεργασμένο σίδηρο και χαλύβδινες πλάκες, που συνήθως ήταν βαμμένα με τα βασικά χρώματα. Τη δεκαετία του 1970, η ευελιξία αυτή στράφηκε σε κινητικά έργα που χρησιμοποιούσαν κορδέλες που έπαιζαν με την ένταση, τη διαστολή και την κάμψη. Όσο περνούσαν οι δεκαετίες, ο de Sousa ριζοσπαστικοποιούσε σταδιακά την απλότητα στο έργο του.
Καθώς δεν προσκολλήθηκε σε κάποιο συγκεκριμένο στιλ, τεχνική ή τάση, ο De Sousa απολάμβανε μια ελευθερία που ήταν έκδηλη σε όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας. Μπορούσε να πειραματιστεί με τα πάντα μέσω διάφορων οπτικών οδών: «Δεν πιστεύω σε κανένα δόγμα και δεν οφείλω απάντηση», ανέφερε απλά ο καλλιτέχνης.
Ο De Sousa υπήρξε ελεύθερη και σημαντική προσωπικότητα, οι συνεισφορές του οποίου στον πολιτισμό έχουν αναγνωριστεί ευρέως. Το 1972, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για το βραβείο Soquil από το Πορτογαλικό Τμήμα της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Τέχνης. Το 1975, συμμετείχε στη 13η Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το 1978, συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 2008, εκπροσώπησε την Πορτογαλία, μαζί με τον αρχιτέκτονα Eduardo Souto de Moura στην 11η Διεθνή Έκθεση Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
Επίσης, διάφορες αναδρομικές εκθέσεις στάθηκαν σημαντικές στην καριέρα του: το 1993, εξέθεσε τα έργα του στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Serralves· το 2001, στην έκθεση Sem Prata, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Serralves, εκτέθηκαν κάποιες φωτογραφίες του και έργα σε φιλμ για πρώτη φορά· το 2003,το Centro de Arte Moderna του ιδρύματος Calouste Gulbenkian παρουσίασε μια μεγάλη συλλογή έργων του σε χαρτί· και το 2010, ο Jorge Silva Melo δημιούργησε μια ταινία που ακολουθεί τον De Sousa την τελευταία περίοδο της ζωής του, με τίτλο Ângelo de Sousa – Tudo O Que Sou Capaz.
Ο De Sousa απεβίωσε το 2011.

Εξερευνήστε τη συλλογή

ανά γεωγραφική προέλευση

Καλλιτέχνης