Skip to main content

Carlo GUARIENTI


(1923)

Ο Carlo Guarienti γεννήθηκε στο Treviso το 1923. Σε ηλικία 15 ετών, ανακάλυψε τον πηλό και τις δυνατότητες μοντελισμού τις οποίες αυτός προσφέρει. Παρά τον βαθιά ριζωμένο του ενθουσιασμό για την αρχιτεκτονική και τα ιστορικά μνημεία —μια εμμονή που σημάδεψε πολλά από τα όνειρα της παιδικής του ηλικίας— ο νεαρός Guarienti αποφάσισε να σπουδάσει ιατρική. Ωστόσο, αυτή η επιλογή σταδιοδρομίας ήταν βραχύβια. Μόλις το 1949, έχοντας απογοητευτεί από τις σπουδές του, αποφάσισε να αφιερωθεί αποκλειστικά στη ζωγραφική. Ωστόσο, η περίοδος κατά την οποία παρέμεινε στην ιατρική δεν ήταν εντελώς ατελέσφορη, καθώς απέκτησε μια ευρύτερη αντίληψη της μορφολογίας, της ανατομίας και της βιολογίας —καθώς και των ποικίλων ανωμαλιών του τομέα. Η εξελικτική πορεία του Guarienti θα χαρακτηριζόταν ως μελετημένη ανεξαρτησία. Η επαφή του με το έργο των Πικάσο και Τζόρτζιο ντε Κίρικο, καθώς και η αυξανόμενη δημοτικότητα της αφηρημένης τέχνης ως απότοκο του πολέμου δεν τον απομάκρυναν από την ιταλική παράδοση της μεταφυσικής, την οποία αγαπούσε.

Κατά τη δεκαετία του 1940, ο καλλιτέχνης έμεινε στην Ισπανία και στο Παρίσι, όπου δημιούργησε και παρουσίασε ορισμένα πολύ αναγνωρισμένα τεχνικά έργα, ενώ από το 1956 και μετά, η Ρώμη θα γινόταν γι’ αυτόν το μέρος για μια ουσιαστική καλλιτεχνική μετάβαση, η οποία ξεκίνησε με το έργο Birth of a Still Life. Παρελθόν και παρόν ενώνονταν μέσω περίπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ αναφορών και νύξεων. Η πάροδος και η αντίληψη του χρόνου, καθώς και η έννοια της μνήμης αποτελούσαν υποβόσκον θέμα στην καριέρα του Guarienti. Τα αντικείμενα όπως και τα άτομα αποτελούσαν επαναλαμβανόμενα θέματα αυτής της συλλογιστικής του χρόνου. Αντικείμενα από διάφορες περιόδους συνυπήρχαν σε αναχρονιστικά σύνολα με όλο και πιο τερατώδεις φιγούρες σε εικονογραφικές μεταφορές που αποτελούνται από αυτό που σήμερα θεωρείται ως η ιταλική νέα αβάν-γκαρντ.

Η δεκαετία του 1970 επέφερε μια ακόμα ριζικότερη αλλαγή για τον καλλιτέχνη. Τα παραστατικά στοιχεία του Guarienti έγιναν πιο κωδικοποιημένα και διαστρεβλώθηκαν ακόμα περισσότερο. Όποτε ένα νέο είδος λογικής αναδυόταν, ερχόταν αμέσως σε αντιπαράθεση με τη χρήση υλικών που προσέθεταν στο έργο μια ποιότητα υφής. Ο γύψος, η άμμος και άλλα απλά στοιχεία, όπως τα κομμάτια τοίχων, προσέφεραν μια κοκκώδη, απτή επιφάνεια για το έργο του καλλιτέχνη. Τα στοιχεία αυτά προσέδωσαν στο έργο τις δικές τους στερημένες, κατακερματισμένες ή ακόμα και «αποσπασματικές» μνήμες, προκαλώντας τον θεατή για τα δικά του άγχη, τη μοναξιά, τις αμφιβολίες και τις συναισθηματικές του διακυμάνσεις.

Η πρόωρη αγάπη του Guarienti για την αρχιτεκτονική συνέχισε να εκδηλώνεται στο έργο του, σε φυσικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Μέσα από πιο γραμμικά, υλικά και κατακερματισμένα έργα, αναδύθηκαν με σαφήνεια μνήμες, τεχνουργήματα, κτίρια και ερείπια. Συγκεκριμένα κατά τη δεκαετία του 1990, οι εσωτερικοί και εξωτερικοί χώροι τοποθετούνταν ο ένας απέναντι στον άλλον. Υπό αυτή την έννοια, η συμμετοχή του καλλιτέχνη στην έκθεση τέχνης και αρχιτεκτονικής του 1984, στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού. στο Παρίσι δεν αποτέλεσε έκπληξη.

Αφού διαστρεβλώθηκαν τόσο εύστοχα, οι φιγούρες και τα τοπία επρόκειτο να εμφανιστούν και πάλι σε ύστερα έργα του, εξυπηρετώντας την ίδια χρονική έρευνα, αλλά με έναν πιο ήπιο και καθησυχαστικό ποιητικό τρόπο.

Εξερευνήστε τη συλλογή

ανά γεωγραφική προέλευση

Καλλιτέχνης