Skip to main content

Helen CHADWICK


(1953 - 1996)

Η Helen Chadwick γεννήθηκε το 1953 στο Λονδίνο. Από ένα τμήμα του Ιδρύματος Καλών Τεχνών (Fine Art Foundation) στο Croydon College μεταπήδησε στην Πολυτεχνική Σχολή του Brighton (Brighton Polytechnic) (1973 – 1976). Το 1976 έφυγε για το Λονδίνο για μεταπτυχιακές σπουδές στο Chelsea College of Art (1976-1977), προτού αναλάβει τον ρόλο της καθηγήτριας στα υψηλού κύρους σχολεία της αγγλικής πρωτεύουσας: Goldsmiths (1985 – 1990), Chelsea College of Arts (1985 – 1995), Σχολή Τέχνης Central Saint Martins (1987 – 1995) και Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης (1990 – 1994). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιρροή της έγινε αισθητή κατά τη δεκαετία του 1980 και δεκαετία του 1990, συγκεκριμένα στην ομάδα εκείνη που θα γινόταν γνωστή ως Young British Artists (Νέοι Βρετανοί Καλλιτέχνες). Ήταν μέρος του πρώτου κύματος γυναικών καλλιτεχνών που ήταν υποψήφιες για το έγκριτο βραβείο Turner (1987). Θέλοντας να προσδώσει στις γυναίκες περισσότερη καλλιτεχνική και λιγότερη στερεοτυπική προβολή, η Chadwick αγωνίστηκε να άρει τους φραγμούς –ομολογουμένως αδέξια μερικές φορές– και να αμφισβητήσει το κοινωνικοπολιτιστικό status quo.
Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της, η Chadwick ανέπτυξε μια μοναδική τεχνοτροπία, καθώς συνδύαζε μαλακά υλικά, χρωστικές, λάτεξ και περφόρμανς, πάντα με επίκεντρο το σώμα. Το Domestic Sanitation του 1976 αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο παράδειγμα. Παρόλο που το έργο, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν γυναικείες μορφές ντυμένες με λάτεξ να εκτελούν οικιακές εργασίες, στόχο είχε να διαχωρίσει το γυμνό από τη γύμνια και να σατιρίσει τους έμφυλους ρόλους, η περφόρμανς δέχτηκε κριτική από προσωπικότητες του φεμινισμού διότι ενίσχυε τα ίδια στερεότυπα που προσπαθούσε να καταρρίψει. Από τις γενικές εξωτερικές αναζητήσεις για το σώμα, όπως τα Ego Geometria Sum (1983) και The Oval Court (1984–1986), η Chadwick στράφηκε στον εσωτερικό κόσμο με έργα όπως τα Viral Landscapes (1988–1989), Meat Abstracts (1989) και Meat Lamps(1989–1991), στα οποία επιστρατεύει οργανικές εικόνες σάρκας και κυττάρων. Αυτή τη βιολογική προσέγγιση συνέχισε να ακολουθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας της.
Επηρεασμένη από στοχαστές όπως η Julia Kristeva και ο Μισέλ Φουκό, η Chadwick άλλαξε την προσέγγισή της στο σώμα και στο φύλο ως θέματα. Από την αναπαράστασή τους πέρασε στην αμφισβήτηση του ίδιου του ορισμού τους. Το Piss Flower (1991–1992), μια σειρά δώδεκα γλυπτών από γύψο που βασίζονται σε ίχνη ούρων στο χιόνι, αμφισβητεί την έννοια του φύλου αντιστρέφοντας τις προσδοκίες που σχετίζονται με αυτό. Στην προσπάθειά της να ανατάμει τη θηλυκότητα και το φύλο ως κοινωνικά κατασκευάσματα βασισμένα στην επιθυμία υποταγής, η Chadwick εκμεταλλεύτηκε την αντίδραση και την αντίθεση ως μέσα εξερεύνησης, αναζητώντας την αλήθεια στις αντιθέσεις. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σύνδεση του διεγερτικού σώματος με το «αποτρόπαιο», εξ ου και η εστίασή της στα μέρη του σώματος που αποτελούν ταμπού και τη χρήση υλικών που σαπίζουν, κυρίως τροφίμων.
Αυτή η διαρκής αναζήτηση τής άνοιξε τον δρόμο για πολλές εκθέσεις. Η πρώτη της ατομική έκθεση έλαβε χώρα το 1986 στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου, όπου παρουσίασε τα πρώτα της έργα, όπως το Oval Court. Εν τω μεταξύ, στην έκθεση Effluvia (1994) έγινε φανερή η πορεία προς τον εσωτερικό κόσμο που είχε πάρει το έργο της τη δεκαετία του 1990.
Η Chadwick πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1996, σε ηλικία 42 ετών. Σχεδόν 10 χρόνια μετά τον θάνατό της, το 2004-2005, έλαβε χώρα μια πλήρης ρετροσπεκτίβα του έργου της, στην γκαλερί Baribican (Λονδίνο), η οποία στη συνέχεια πέρασε από το Liljevalch Konsthall (Στοκχόλμη), το Kunstmuseet Trapholt (Kolding) και την πινακοθήκη τέχνης του Μάντσεστερ.

Εξερευνήστε τη συλλογή

ανά γεωγραφική προέλευση

Καλλιτέχνης