Ο Ter Hell (πραγματικό όνομα Günter Hell) γεννήθηκε το 1954 στο Norden. Το ψευδώνυμό του ενδεχομένως αποτελεί φόρο τιμής στον παππού του, τον διακεκριμένο ζωγράφο Willy ter Hell. Ο Hell φοίτησε στο Hochschule der Künste (Πανεπιστήμιο Τέχνης) του Βερολίνου (1976-1981) υπό τον Fred Thieler. Δεν άργησε να επιστρατεύσει χειρονομιακά και εκφραστικά κείμενα στο έργο του, ξεχωρίζοντας στο σύγχρονο καλλιτεχνικό προσκήνιο.
Οι Γερμανοί Νέοι Άγριοι και η ιταλική διαπρωτοπορία (transavantgarde) ήταν η κυριότερες επιρροές του εκείνον τον καιρό, από τις οποίες ο Τer Hell δανείζεται, ελεύθερα και χωρίς δισταγμούς, στοιχεία. Από το πλαισιακό του αλφάβητο, όπως το ονομάζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, δημιούργησε το δικό του ιδιόλεκτο. Η επιλογή λέξεων έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η γραφή αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του έργου του Hell. Αυτό που προέκυψε από τα πρώτα του αυτά δάνεια ήταν μια ειρωνική και συχνά μηδενιστική κοσμοθεωρία την οποία μετέφραζε σε τέχνη. Ακόμα και η ίδια η τέχνη, ο ορισμός της, το νόημα και ο σκοπός της αμφισβητούνται. Από καλλιτεχνική άποψη, αυτό το εξέφραζε μέσω τεντωμένων καμβάδων, στραβών κορνιζών, μη συνεκτικής υλικότητας —με άλλα λόγια, μέσω της αποδόμησης του μέσου της ζωγραφικής.
Η μουσική πανκ, η οποία είχε αρχίσει να διαδίδεται εκείνη την εποχή, συνόδευε αυτή την πειραματική κακομεταχείριση, στην οποία το χάος εν τέλει δείχνει τον δρόμο προς μια αίσθηση τάξης. Τα συνθήματα γραμμένα με σπρέι και τα γκράφιτι, τα οποία συνδέονταν τόσο από χρονολογική όσο και από αισθητική άποψη με την πανκ και τη ραπ μουσική της δεκαετίας του 1980, υιοθετήθηκαν ευρέως από την καλλιτεχνική σκηνή της εποχής. Ο Basquiat και ο Scharf χρησιμοποιούσαν αυτά τα κοινά, καθημερινά εκφραστικά μέσα με μεγάλη επιτυχία. Μια υποτροφία στο Pluralistic School One (PS1) έδωσε τη δυνατότητα στον Hell να επισκεφθεί το 1982 τη Νέα Υόρκη και να ζήσει από πρώτο χέρι αυτήν την εναλλακτική κουλτούρα.
Κατά το διάστημα μέχρι το 1984, το έργο του Hell το υπαγόρευε σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιό του, αυτό που το αφορούσε άμεσα. Η αλλαγή ήρθε όταν το μαύρο, το λευκό και το κόκκινο έγιναν η βασική χρωματική τριάδα του έργου του. Περαιτέρω αλλαγές έκαναν την εμφάνισή τους τη δεκαετία του 1990, όταν οι νέες μορφές κατανάλωσης του περιεχομένου των μέσων επαναπροσδιόρισαν, για μία ακόμη φορά,τη γενικότερη αντίληψη περί τέχνης. Ο Hell δεν προσπαθούσε να απεικονίσει τον κόσμο γύρω του, αλλά να μελετήσει, να απορροφήσει και να αναπαραγάγει διάφορες ατμόσφαιρες, όπου κυριαρχούν η τάξη και η αταξία, σε μια διαρκή μάχη μεταξύ τους.
Για τον σκοπό αυτόν, ο Hell παραμένει συντονισμένος με το περιβάλλον του, πετυχαίνοντας την ισορροπία μεταξύ κριτικής ματιάς και έμπνευσης. Ένα παράδειγμα του παραπάνω ήταν η επέλαση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της ψηφιακής τεχνολογίας, την οποία άρχισε να χρησιμοποιεί διστακτικά ήδη από το 1995. Μέχρι σήμερα, που η ψηφιακή τεχνολογία αποτελεί το κύριο μέσο πληροφόρησής μας, ο Hell συνεχίζει να εξερευνά τις αισθητικές δυνατότητες του μηδέν και του ένα. Αυτή η κριτική στάση απέναντι στη σύγχρονη κοινωνία οφείλεται στο ότι ο Hell πιστεύει ότι ως καλλιτέχνης και πολίτης είναι καθήκον του να αντισταθεί. Με τα λόγια του ίδιου: «Το νόημα του καλλιτεχνικού μου έργου έγκειται στην προσπάθειά μου να βρω μια θέση απ’ όπου θα μπορώ με κάποιον τρόπο να αντιμετωπίσω την πλύση εγκεφάλου, τη διαφθορά και τον καπιταλισμό».
Ο Ter Hell ζει και εργάζεται στο Βερολίνο.